**Αυτό το σημείωμα για την αστυνομική βία, αφορά κατ’ αποκλειστικότητα εκείνες τις (ένστολες και μη) ψυχοπαθητικές «προσωπικότητες» που είναι επιρρεπείς στην άσκηση της βίας και αφιερώνεται στους -πάντοτε άνευ διακριτικών- θρασύδειλους (ένστολους και μη) «κυνηγούς κεφαλών» οι οποίοι είθισται να αυθαιρετούν απεριόριστα και εκ του ασφαλούς, εξαιτίας της κάλυψης ή της ανοχής των υπηρεσιακών και πολιτικών τους προϊσταμένων.**
Η βία και η αυθαιρεσία είναι, σ' ένα βαθμό, συνυφασμένες με τη λειτουργία της αστυνομίας σε όλες τις κοινωνίες. Αλλά μόνο στις απολίτιστες κοινωνίες (που κανοναρχούνται από ένα κράτος-πορνείο το οποίο φιλοδοξεί να επαναμεταβληθεί σε κράτος-σφαγείο), η βία και η αυθαιρεσία μπορεί να αποτελούν προβαλλόμενο πρότυπο, θεσμικά επικυρωμένο στοιχείο, εξουσιαστικά καλυπτόμενη και υπηρεσιακά δικαιωμένη συμπεριφορά ενός ειδικού τμήματος των δυνάμεων της «τάξης».
Η βία αποτελεί εγγενές δομικό στοιχείο της αστυνομίας ως κατασταλτικού θεσμού. Και εξαιτίας αυτού, είναι φυσικό να εμφιλοχωρούν σ’ αυτή αρκετές διεστραμμένες ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, οι οποίες μπορούν να επιδίδονται ατιμώρητα σε ατομικές και συλλογικές ασκήσεις νεκροφιλίας και θανατολατρείας (έχοντας, πάντοτε, την κάλυψη της «προϊσταμένης αρχής», υπηρεσιακής και πολιτικής, και των συναδέλφων τους).
Αυτές οι ψυχιατρικές περιπτώσεις (οι οποίες διαφεύγουν την ψυχιατρική θεραπεία, επειδή έχουν τη δυνατότητα να εκτονώνουν την κακοήθη επιθετικότητάς τους εναντίων ανυπεράσπιστων πολιτών, εκ του ασφαλούς, υποδυόμενοι τους αστυνομικούς), ανταποκρίνονται σε ένα νέο σωματικό, χαρακτηριοδομικό και συμπεριφορικό τύπο στο εν εξελίξει οργουελιανό «1984»:
• Ένα εξουσιαστικά μεταλλαγμένο ζόμπι, που η ύπαρξή του εξαντλείται στα χέρια, τα πόδια, το περίστροφο, το κλομπ, κάποια γεννητικά όργανα (ανύπαρκτης ή αμφίβολης λειτουργικότητας) και έναν απλαστικό εγκέφαλο (ο οποίος διευκολύνει αφάνταστα την επιτέλεση του θεάρεστου λειτουργήματος του βασανιστή).
• Μια διεστραμμένη ψυχοπαθητική προσωπικότητα, ένα φρανκενσταϊνικό μείγμα Παπαχρόνη, Ντάλτον, Νταβέλη και κουτσαβάκη, που προγραμματίζεται εξουσιαστικά για να εκδηλώνει μια ανεξέλεγκτη καταστρεπτική επιθετικότητα και να δηλώνει ξεδιάντροπα με χίλιους τρόπους ότι (αυτό, το διανοητικά υπολειπόμενο ζόμπι) είναι το ευνοούμενο εκτελεστικό όργανο της εξουσίας και έχει εξοπλιστεί με το αποκλειστικό δικαίωμα «να γαμάει και να δέρνει», και αντιστρόφως.
• Ένα αποκρουστικό ανθρωποειδές (που η εμφάνισή του και μόνο, θίγει την αισθητική και προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάθε πολιτισμένου ανθρώπου), το οποίο, με την αλαζονεία, τις κουτσαβάκικες κινήσεις, το ηλίθιο βλέμμα και τον πρωτόγονο λόγο του, εκτοξεύει εναντίον της κοινωνίας την αφόρητη χυδαιότητα, το απύθμενο κενό, την τρομακτική βαρβαρότητα και το καταχθόνιο ψυχοδιανοητικό του σύμπαν.
Συνεπώς, όσοι ένστολοι και μη επιδίδονται στο «ευγενές άθλημα» της κακοποίησης ή της δολοφονίας ανυπεράσπιστων πολιτών ή κρατούμενων, δεν είναι παρά θρασύδειλα ανθρωποειδή τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα πελώριο έλλειμμα ανθρωπιάς, πολιτισμού, μόρφωσης, καλλιέργειας και ευαισθησίας, διακατέχονται από ένα αβυσσαλέο μίσος για οτιδήποτε ξεφεύγει από το στενό τους ορίζοντα, και –με την ύπαρξή τους- κάνουν να διαγράφεται σκοτεινό το μέλλον της κοινωνίας.
Κουκουλοφόρα κτηνωδία
Όταν η αποκρουστικότητα των ενεργειών εκείνων που συγκροτούν τα (άτυπα) Ειδικά Τάγματα Κτηνωδίας, υπερβαίνει ή πρόκειται να υπερβεί τα όρια ανοχής της κοινωνίας, οι φυσικοί αυτουργοί της κτηνωδίας φροντίζουν να καλύψουν τα «πρόσωπά» τους με κουκούλες (με πλήρη κάλυψη των πολιτικών και διοικητικών προϊσταμένων τους). Πράγμα που αφενός καλύπτει την ανωνυμία τους και αφετέρου αποκαλύπτει το επαίσχυντο της δραστηριότητάς τους (την οποία οι ίδιοι επιθυμούν διακαώς ως τοξικομανείς της βίας για όσο μπορεί να επιτελείται εν κρυπτώ και της οποίας την αποκάλυψη φοβούνται αενάως εξαιτίας της απαξίας που εμπεριέχει.
Η χρήση της κουκούλας παραπέμπει συνειρμικά -πάντοτε- στον υπόκοσμο (ληστές τραπεζών, τρένων, κ.α.) και στους συνεργάτες των εκάστοτε κατακτητών μιας χώρας (Ελλάδα, Αλγερία, κ.λ.π.).
Συνεπώς, η υιοθέτηση από την αστυνομία της κουκούλας (δηλαδή, η οικειοποίηση ενός συμβόλου που ήταν πάντοτε σήμα κατατεθέν της εγκληματικότητας από την αστυνομία), σημειολογικά υποδηλώνει ότι η αστυνομία εγκληματοποιείται.
Παραφράζοντας ελαφρά τον Μισέλ Φουκό, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι:
«Η σχεδόν μυθική σπουδαιότητα που αποκτάει ο κουκουλοφόρος αστυνομικός οφείλεται στο γεγονός ότι η εγκληματικότητα, στο πρόσωπο του πάνοπλου μπάτσου που καλύπτει το πρόσωπό του με μια κουκούλα, απέκτησε φανερά τη διφορούμενη κατάσταση του αντικειμένου και του οργάνου ενός αστυνομικού συστήματος που την καταπολεμά και ταυτόχρονα συνεργάζεται μαζί της.
Ο κουκουλοφόρος αστυνομικός σημειώνει τη στιγμή που η εγκληματικότητα, διαχωρισμένη από τις άλλες παρανομίες, εντάσσεται στην εξουσία και αντιστρέφεται. Είναι η εποχή όπου πραγματοποιείται η άμεση θεσμική διασύνδεση της αστυνομίας και της εγκληματικότητας.
Συγκλονιστική στιγμή όπου η εγκληματικότητα μετατρέπεται σε μηχανισμό της εξουσίας... Τέλος με τη σαιξπηρική εποχή, όπου η εξουσία ταυτίζεται με τη φρίκη σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Θ' αρχίσει σε λίγο το καθημερινό μελόδραμα της αστυνομικής ισχύος και της συνενοχής του εγκλήματος με την εξουσία». (Μισέλ Φουκό, Επιτήρηση και Τιμωρία, σ. 372).
Οι κουκουλοφόροι αστυνομικοί που υιοθετούν τις ενδυματολογικές «προτιμήσεις» των εγκληματιών δήθεν αντιπάλων τους, με την αποκρουστική βιαιότητα της συμπεριφοράς τους, πλήττουν καίρια την ανθρωπιά, τις δημοκρατικές ευαισθησίες, την ηθική και την αισθητική μας, και αποκαλύπτουν σ’ ολόκληρη την κοινωνία το καταχθόνιο ψυχοδιανοητικό τους σύμπαν, την προφανή χυδαιότητα και την απύθμενη βαρβαρότητα της ύπαρξής τους, με μια πρωτοφανή επίδειξη του θρασύδειλου «τσαμπουκά» τους που καλύπτεται από τους διαχειριστές της εξουσίας.
Η φιλμογράφηση της κτηνωδίας
Ενίοτε, η βαρβαρότητα αυτή τυχαίνει να φιλμογραφείται με αποτέλεσμα να προβάλλεται δημόσια η ανατριχιαστική κακοποίηση πολιτών από ανώμαλους κουκουλοφόρους και να εισβάλλει στα σπίτια μας μια ομάδα ανθρωπόμορφων τεράτων που υποδύονται τους αστυνομικούς, οι οποίοι (καλυπτόμενοι πίσω από την ανυπαρξία οποιουδήποτε διακριτικού που θα μπορούσε να φανερώσει την ταυτότητά τους) πρωταγωνιστούν σ’ ένα έργο με τίτλο «η αποθέωση της αστυνομικής βαρβαρότητας», που προβάλλεται όλο και πιο συχνά.
Κάθε φορά που τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων προβάλλουν τα άτυπα Ειδικά Τάγματα Κτηνωδίας επί το έργο, μια ομάδα ανθρωποειδών που χαρακτηρίζονται από ένα πελώριο έλλειμμα ανθρωπιάς, πολιτισμού, μόρφωσης, καλλιέργειας, και ευαισθησίας και διακατέχονται από ένα αβυσσαλέο μίσος για οτιδήποτε ξεφεύγει από τον σωληνοειδή διανοητικό τους ορίζοντα, μπορούν να φτύνουν και να ποδοπατούν ατιμώρητα τις κατακτήσεις του πολιτισμού και να σκιαγραφούν το μέλλον του αστυνομικο-εγκληματικού Μεσαίωνα που επιφυλάσσουν στην κοινωνία οι διαχειριστές της εξουσίας.
Πεδίο σύγκρουσης και, συγχρόνως, αντικείμενο νομής από τους εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, το κράτος στη χώρα των Γραικών και των Γραικύλων, θεωρείται όχι σαν ένας θεσμός συνέχειας που η λειτουργία του διέπεται από κάποιους γενικά αποδεκτούς και σχετικά σταθερούς κανόνες (όπως συμβαίνει στις σύγχρονες φιλελεύθερες-ολιγαρχικές κοινωνίες) αλλά ως αποκλειστικό φέουδο των εκάστοτε διαχειριστών του.
Σε κάθε κρατικό μόρφωμα, η αστυνομία αποτελεί έναν εξαιρετικά ευαίσθητο «μακρύ βραχίονα» της εξουσίας, απέναντι στον οποίο οι επαγγελματίες πολιτικοί κρατούν μια αμφιθυμική στάση: Ως αντιπολίτευση προσπαθούν να περιορίσουν τις δραστηριότητές της στα πλαίσια του νόμου, ενώ ως κυβέρνηση διακηρύσσουν την ανάγκη της υπέρβασης αυτών των ορίων στο όνομα της προστασίας της κοινωνίας από κάποιο, συνήθως φανταστικό ή κατασκευασμένο, κίνδυνο.
«Το κράτος είναι οι αστυνομικοί» (μου), (δηλαδή Εγώ), αποφαίνονται οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, αποδεικνύοντας ότι η διαχείριση της εξουσίας ήταν και παραμένει υπόθεση του μίστερ Χάϊντ και όχι του δόκτορα Τζέκιλ.
Μ’ άλλα λόγια, η εξουσία βρίσκεται συγχρόνως στην άκρη του πιστολιού και στον πυρήνα της σχιζοφρένειας. Συνεπώς, η κατοχή του πιστολιού και η εξουσιοφρένεια, είναι αναγκαίες ιδιότητες εκείνων που διεκδικούν και διαχειρίζονται την εξουσία, ασχημονώντας ατιμώρητα σε βάρος όλων μας.
Η αμέλεια ή η αδυναμία κάθε κοινωνίας να επιβάλλει όρια στη φρίκη που συνεπάγεται κάθε αυθαίρετη άσκηση της εξουσίας, την καταδικάζει να ζήσει τη φρίκη χωρίς όρια του οργουελιανού «1984» που, δυστυχώς, δικαιώνεται ασταμάτητα.
7 Δεκεμβρίου 2008,
Κλεάνθης Γρίβας
Η βία και η αυθαιρεσία είναι, σ' ένα βαθμό, συνυφασμένες με τη λειτουργία της αστυνομίας σε όλες τις κοινωνίες. Αλλά μόνο στις απολίτιστες κοινωνίες (που κανοναρχούνται από ένα κράτος-πορνείο το οποίο φιλοδοξεί να επαναμεταβληθεί σε κράτος-σφαγείο), η βία και η αυθαιρεσία μπορεί να αποτελούν προβαλλόμενο πρότυπο, θεσμικά επικυρωμένο στοιχείο, εξουσιαστικά καλυπτόμενη και υπηρεσιακά δικαιωμένη συμπεριφορά ενός ειδικού τμήματος των δυνάμεων της «τάξης».
Η βία αποτελεί εγγενές δομικό στοιχείο της αστυνομίας ως κατασταλτικού θεσμού. Και εξαιτίας αυτού, είναι φυσικό να εμφιλοχωρούν σ’ αυτή αρκετές διεστραμμένες ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, οι οποίες μπορούν να επιδίδονται ατιμώρητα σε ατομικές και συλλογικές ασκήσεις νεκροφιλίας και θανατολατρείας (έχοντας, πάντοτε, την κάλυψη της «προϊσταμένης αρχής», υπηρεσιακής και πολιτικής, και των συναδέλφων τους).
Αυτές οι ψυχιατρικές περιπτώσεις (οι οποίες διαφεύγουν την ψυχιατρική θεραπεία, επειδή έχουν τη δυνατότητα να εκτονώνουν την κακοήθη επιθετικότητάς τους εναντίων ανυπεράσπιστων πολιτών, εκ του ασφαλούς, υποδυόμενοι τους αστυνομικούς), ανταποκρίνονται σε ένα νέο σωματικό, χαρακτηριοδομικό και συμπεριφορικό τύπο στο εν εξελίξει οργουελιανό «1984»:
• Ένα εξουσιαστικά μεταλλαγμένο ζόμπι, που η ύπαρξή του εξαντλείται στα χέρια, τα πόδια, το περίστροφο, το κλομπ, κάποια γεννητικά όργανα (ανύπαρκτης ή αμφίβολης λειτουργικότητας) και έναν απλαστικό εγκέφαλο (ο οποίος διευκολύνει αφάνταστα την επιτέλεση του θεάρεστου λειτουργήματος του βασανιστή).
• Μια διεστραμμένη ψυχοπαθητική προσωπικότητα, ένα φρανκενσταϊνικό μείγμα Παπαχρόνη, Ντάλτον, Νταβέλη και κουτσαβάκη, που προγραμματίζεται εξουσιαστικά για να εκδηλώνει μια ανεξέλεγκτη καταστρεπτική επιθετικότητα και να δηλώνει ξεδιάντροπα με χίλιους τρόπους ότι (αυτό, το διανοητικά υπολειπόμενο ζόμπι) είναι το ευνοούμενο εκτελεστικό όργανο της εξουσίας και έχει εξοπλιστεί με το αποκλειστικό δικαίωμα «να γαμάει και να δέρνει», και αντιστρόφως.
• Ένα αποκρουστικό ανθρωποειδές (που η εμφάνισή του και μόνο, θίγει την αισθητική και προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάθε πολιτισμένου ανθρώπου), το οποίο, με την αλαζονεία, τις κουτσαβάκικες κινήσεις, το ηλίθιο βλέμμα και τον πρωτόγονο λόγο του, εκτοξεύει εναντίον της κοινωνίας την αφόρητη χυδαιότητα, το απύθμενο κενό, την τρομακτική βαρβαρότητα και το καταχθόνιο ψυχοδιανοητικό του σύμπαν.
Συνεπώς, όσοι ένστολοι και μη επιδίδονται στο «ευγενές άθλημα» της κακοποίησης ή της δολοφονίας ανυπεράσπιστων πολιτών ή κρατούμενων, δεν είναι παρά θρασύδειλα ανθρωποειδή τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα πελώριο έλλειμμα ανθρωπιάς, πολιτισμού, μόρφωσης, καλλιέργειας και ευαισθησίας, διακατέχονται από ένα αβυσσαλέο μίσος για οτιδήποτε ξεφεύγει από το στενό τους ορίζοντα, και –με την ύπαρξή τους- κάνουν να διαγράφεται σκοτεινό το μέλλον της κοινωνίας.
Κουκουλοφόρα κτηνωδία
Όταν η αποκρουστικότητα των ενεργειών εκείνων που συγκροτούν τα (άτυπα) Ειδικά Τάγματα Κτηνωδίας, υπερβαίνει ή πρόκειται να υπερβεί τα όρια ανοχής της κοινωνίας, οι φυσικοί αυτουργοί της κτηνωδίας φροντίζουν να καλύψουν τα «πρόσωπά» τους με κουκούλες (με πλήρη κάλυψη των πολιτικών και διοικητικών προϊσταμένων τους). Πράγμα που αφενός καλύπτει την ανωνυμία τους και αφετέρου αποκαλύπτει το επαίσχυντο της δραστηριότητάς τους (την οποία οι ίδιοι επιθυμούν διακαώς ως τοξικομανείς της βίας για όσο μπορεί να επιτελείται εν κρυπτώ και της οποίας την αποκάλυψη φοβούνται αενάως εξαιτίας της απαξίας που εμπεριέχει.
Η χρήση της κουκούλας παραπέμπει συνειρμικά -πάντοτε- στον υπόκοσμο (ληστές τραπεζών, τρένων, κ.α.) και στους συνεργάτες των εκάστοτε κατακτητών μιας χώρας (Ελλάδα, Αλγερία, κ.λ.π.).
Συνεπώς, η υιοθέτηση από την αστυνομία της κουκούλας (δηλαδή, η οικειοποίηση ενός συμβόλου που ήταν πάντοτε σήμα κατατεθέν της εγκληματικότητας από την αστυνομία), σημειολογικά υποδηλώνει ότι η αστυνομία εγκληματοποιείται.
Παραφράζοντας ελαφρά τον Μισέλ Φουκό, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι:
«Η σχεδόν μυθική σπουδαιότητα που αποκτάει ο κουκουλοφόρος αστυνομικός οφείλεται στο γεγονός ότι η εγκληματικότητα, στο πρόσωπο του πάνοπλου μπάτσου που καλύπτει το πρόσωπό του με μια κουκούλα, απέκτησε φανερά τη διφορούμενη κατάσταση του αντικειμένου και του οργάνου ενός αστυνομικού συστήματος που την καταπολεμά και ταυτόχρονα συνεργάζεται μαζί της.
Ο κουκουλοφόρος αστυνομικός σημειώνει τη στιγμή που η εγκληματικότητα, διαχωρισμένη από τις άλλες παρανομίες, εντάσσεται στην εξουσία και αντιστρέφεται. Είναι η εποχή όπου πραγματοποιείται η άμεση θεσμική διασύνδεση της αστυνομίας και της εγκληματικότητας.
Συγκλονιστική στιγμή όπου η εγκληματικότητα μετατρέπεται σε μηχανισμό της εξουσίας... Τέλος με τη σαιξπηρική εποχή, όπου η εξουσία ταυτίζεται με τη φρίκη σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Θ' αρχίσει σε λίγο το καθημερινό μελόδραμα της αστυνομικής ισχύος και της συνενοχής του εγκλήματος με την εξουσία». (Μισέλ Φουκό, Επιτήρηση και Τιμωρία, σ. 372).
Οι κουκουλοφόροι αστυνομικοί που υιοθετούν τις ενδυματολογικές «προτιμήσεις» των εγκληματιών δήθεν αντιπάλων τους, με την αποκρουστική βιαιότητα της συμπεριφοράς τους, πλήττουν καίρια την ανθρωπιά, τις δημοκρατικές ευαισθησίες, την ηθική και την αισθητική μας, και αποκαλύπτουν σ’ ολόκληρη την κοινωνία το καταχθόνιο ψυχοδιανοητικό τους σύμπαν, την προφανή χυδαιότητα και την απύθμενη βαρβαρότητα της ύπαρξής τους, με μια πρωτοφανή επίδειξη του θρασύδειλου «τσαμπουκά» τους που καλύπτεται από τους διαχειριστές της εξουσίας.
Η φιλμογράφηση της κτηνωδίας
Ενίοτε, η βαρβαρότητα αυτή τυχαίνει να φιλμογραφείται με αποτέλεσμα να προβάλλεται δημόσια η ανατριχιαστική κακοποίηση πολιτών από ανώμαλους κουκουλοφόρους και να εισβάλλει στα σπίτια μας μια ομάδα ανθρωπόμορφων τεράτων που υποδύονται τους αστυνομικούς, οι οποίοι (καλυπτόμενοι πίσω από την ανυπαρξία οποιουδήποτε διακριτικού που θα μπορούσε να φανερώσει την ταυτότητά τους) πρωταγωνιστούν σ’ ένα έργο με τίτλο «η αποθέωση της αστυνομικής βαρβαρότητας», που προβάλλεται όλο και πιο συχνά.
Κάθε φορά που τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων προβάλλουν τα άτυπα Ειδικά Τάγματα Κτηνωδίας επί το έργο, μια ομάδα ανθρωποειδών που χαρακτηρίζονται από ένα πελώριο έλλειμμα ανθρωπιάς, πολιτισμού, μόρφωσης, καλλιέργειας, και ευαισθησίας και διακατέχονται από ένα αβυσσαλέο μίσος για οτιδήποτε ξεφεύγει από τον σωληνοειδή διανοητικό τους ορίζοντα, μπορούν να φτύνουν και να ποδοπατούν ατιμώρητα τις κατακτήσεις του πολιτισμού και να σκιαγραφούν το μέλλον του αστυνομικο-εγκληματικού Μεσαίωνα που επιφυλάσσουν στην κοινωνία οι διαχειριστές της εξουσίας.
Πεδίο σύγκρουσης και, συγχρόνως, αντικείμενο νομής από τους εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, το κράτος στη χώρα των Γραικών και των Γραικύλων, θεωρείται όχι σαν ένας θεσμός συνέχειας που η λειτουργία του διέπεται από κάποιους γενικά αποδεκτούς και σχετικά σταθερούς κανόνες (όπως συμβαίνει στις σύγχρονες φιλελεύθερες-ολιγαρχικές κοινωνίες) αλλά ως αποκλειστικό φέουδο των εκάστοτε διαχειριστών του.
Σε κάθε κρατικό μόρφωμα, η αστυνομία αποτελεί έναν εξαιρετικά ευαίσθητο «μακρύ βραχίονα» της εξουσίας, απέναντι στον οποίο οι επαγγελματίες πολιτικοί κρατούν μια αμφιθυμική στάση: Ως αντιπολίτευση προσπαθούν να περιορίσουν τις δραστηριότητές της στα πλαίσια του νόμου, ενώ ως κυβέρνηση διακηρύσσουν την ανάγκη της υπέρβασης αυτών των ορίων στο όνομα της προστασίας της κοινωνίας από κάποιο, συνήθως φανταστικό ή κατασκευασμένο, κίνδυνο.
«Το κράτος είναι οι αστυνομικοί» (μου), (δηλαδή Εγώ), αποφαίνονται οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, αποδεικνύοντας ότι η διαχείριση της εξουσίας ήταν και παραμένει υπόθεση του μίστερ Χάϊντ και όχι του δόκτορα Τζέκιλ.
Μ’ άλλα λόγια, η εξουσία βρίσκεται συγχρόνως στην άκρη του πιστολιού και στον πυρήνα της σχιζοφρένειας. Συνεπώς, η κατοχή του πιστολιού και η εξουσιοφρένεια, είναι αναγκαίες ιδιότητες εκείνων που διεκδικούν και διαχειρίζονται την εξουσία, ασχημονώντας ατιμώρητα σε βάρος όλων μας.
Η αμέλεια ή η αδυναμία κάθε κοινωνίας να επιβάλλει όρια στη φρίκη που συνεπάγεται κάθε αυθαίρετη άσκηση της εξουσίας, την καταδικάζει να ζήσει τη φρίκη χωρίς όρια του οργουελιανού «1984» που, δυστυχώς, δικαιώνεται ασταμάτητα.
7 Δεκεμβρίου 2008,
Κλεάνθης Γρίβας